- αερικάτος
- και αγερικάτος, -η, -ο [αερικός]1. ευάερος, δροσερός2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει άνεση και χάρη στις κινήσεις του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… … Dictionary of Greek